χοντροκομμένος

χοντροκομμένος
-η, -ο, Ν
1. αλεσμένος σε χοντρούς κόκκους («χοντροκομμένος καφές»)
2. κομμένος σε χοντρά κομμάτια
3. (για πρόσ.) αυτός που έχει τα μέλη του χοντρά ή τα χαρακτηριστικά του αδρά, χοντροκαμωμένος
4. κατασκευασμένος με άτεχνο τρόπο («χοντροκομμένη ψευτιά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο)-* + κομμένος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χοντροκομμένος — η, ο 1. κομμένος σε χοντρά κομμάτια. 2. ο κατασκευασμένος άτεχνα: Ήταν μια χοντροκομμένη φάρσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδρομερής — ές (Α ἁδρομερής) 1. αυτός που αποτελείται από αδρά, δηλ. μεγάλα μέρη, μη λεπτομερής, γενικός, περιληπτικός 2. χοντροκομμένος, τραχύς, αδρός, στιβαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁδρὸς + μέρος. ΠΑΡ. (νεολλ.) αδρομέρεια] …   Dictionary of Greek

  • ογκώδης — (I) ες (ΑΜ ὀγκώδης, ῶδες) [όγκος (Ι)] 1. αυτός που έχει μεγάλο όγκο, παχύς, χοντρός φουσκωμένος (α. «ογκώδης τόμος» β. «πλευρὰ ή πρὸς τὴν γαστέρα ὀγκωδεστέρα», Ξεν.) 2. μτφ. στομφώδης, πομπώδης («ὀγκώδη ποιήματα», Φιλόδ.) νεοελλ. άκομψος, βαρύς,… …   Dictionary of Greek

  • παχύδερμος — η, ο / παχύδερμος, ον, ΝΑ αυτός που έχει παχύ δέρμα, χονδρόπετσος νεοελλ. 1. μτφ. αυτός που δεν έχει ευαισθησίες και λεπτότητα στους τρόπους, χοντροκομμένος, αναίσθητος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παχύδερμα ζωολ. όρος που αναφέρεται σε ορισμένα …   Dictionary of Greek

  • χαχόλικος — η, ο, Ν [χαχόλος] 1. (για πρόσ.) μαντραχαλάς, κρεμανταλάς 2. (κατ επέκτ.) (για πράγμ.) χωριάτικος, χοντροκομμένος, άκομψος, άχαρος. επίρρ... χαχόλικα Ν με χαχόλικο τρόπο …   Dictionary of Greek

  • χοντρ(ο)- — και χονδρ(ο) Ν α συνθετικό λ. τής Νέας Ελληνικής το οποίο ανάγεται στο επίθετο χοντρός / χονδρός και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες, οι περισσότερες από τις οποίες απαντούν και στο επίθετο χοντρός: α) «παχύς, ευτραφής, μεγαλόσωμος, ογκώδης»… …   Dictionary of Greek

  • βλαχοδήμαρχος — ο μτφ., άξεστος, αγροίκος, χοντροκομμένος: Η κόρη τους παντρεύτηκε ένα βλαχοδήμαρχο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γκροτέσκος — α, ο (λ. ιταλ.) 1. χοντροκομμένος, γελοίος. 2. το ουδ. ως ουσ., γκροτέσκο το χοντροκομμένο δημιούργημα, το γελοίο και ιδιόμορφο, στις εικαστικές τέχνες, στο θέατρο και στον κινηματογράφο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”